- προαιρέτης
- προαιρ-έτης, ου, ὁ,A steward, keeper,
βιβλιοθήκης BGU362 viii 13
(iii A.D.), cf. PLips.123.19 (ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βιβλιοθήκης BGU362 viii 13
(iii A.D.), cf. PLips.123.19 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προαιρέτης — ὁ, Α [προαιρῶ] 1. επιμελητής, φύλακας 2. υπάλληλος αρχείων … Dictionary of Greek
προαιρετῶν — προαιρέτης steward masc gen pl προαιρετός deliberately chosen fem gen pl προαιρετός deliberately chosen masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)